Δεν βουλιάζουμε, όμως, αλλάζουμε;

Αν είναι ένα πράγμα που είχε πει σωστό ο Γ. Παπανδρέου στην… καριέρα του ως πρωθυπουργός είναι εκείνο το σύνθημα που προφανώς του το έγραψαν οι επικοινωνιολόγοι του. «Ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε», είχε τονίσει, έστω κι αν δεν καταλάβαινε τι σήμαινε αυτό και πώς η Ελλάδα θα το κατάφερνε.
Τρία χρόνια μετά από εκείνο το σύνθημα τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά, αλλά πολλά πράγματα, δυστυχώς, δεν έχουν αλλάξει.

Δεν έχουμε βουλιάξει, αυτό είναι σίγουρο, αλλά το θέμα είναι αν έχουμε αλλάξει και το κυριότερο αν έχουμε τη θέληση να το κάνουμε.

Στόχος της κυβέρνησης τον τελευταίο χρόνο ήταν να μη βουλιάξει η χώρα. Αν και χρεοκοπημένη από το 2010, δεν έζησε σκηνές Αργεντινής κι αυτό είναι παρήγορο. Όμως, η δαμόκλειος σπάθη της οριστικής και αμετάκλητης χρεοκοπίας, κινητοποίησε τα τρία κόμματα, που συνεργάστηκαν προκειμένου να μη ζήσει η Ελλάδα μια εθνική τραγωδία.

Κουτσά στραβά εδώ κι ένα χρόνο έχει καταφέρει πολλά, η οικονομία σταθεροποιείται αν και η κοινωνία αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα. Ωστόσο, αν θέλουμε να πούμε την αλήθεια, οι καλοί δείκτες της οικονομίας δεν οφείλονται σε πράγματα που θα έπρεπε να έχουν αλλάξει.

Οφείλονται κατά κύριο λόγο στο ότι καίμε συνεχώς το λίπος του ελληνικού λαού και το μαχαίρι έχει φτάσει μέχρι το κόκαλο. Η βελτίωση της εικόνας δεν οφείλεται στη μείωση της γραφειοκρατίας, ούτε στην αναδιάρθρωση του κράτους. Δεν οφείλεται καν στην ανάπτυξη και τις ξένες επενδύσεις. Δυστυχώς για τη χώρα δεν έχουν γίνει οι κινήσεις εκείνες που θα βγάλουν τη χώρα από το αδιέξοδο των συνεχών περικοπών.

Aύριο ξανάρχεται η τρόικα και όλοι αναρωτιόμαστε: Πάλι τα ίδια θα ζήσουμε, ξανά θα μας ζητήσουν περικοπές και νέους φόρους; Και μέχρι πότε θα παίζεται το ίδιο έργο και εμείς θα είμαστε απλοί θεατές;

Μπορεί η κυβέρνηση να έκανε σημαντικά βήματα στη σωτηρία της χώρας, όμως, έχει κολλήσει σε πολύ βασικούς τομείς. Οι επιλογές για την στελέχωση της κρατικής μηχανής δε γίνονται με κριτήριο το ποιος είναι άξιος αλλά με τη γνωστή εξίσωση μεταξύ των τριών κομμάτων.

Η αναδιάρθρωση του δημοσίου κολλάει σε κομματικές και συνδικαλιστικές νομενκλατούρες και στο λεγόμενο «πολιτικό κόστος» που έχει οδηγήσει τη χώρα σε διάλυση από τη μεταπολίτευση και μετά. Δεν λαμβάνονται αποφάσεις ούτε καν για τους επίορκους, ούτε καν για τους πλεονάζοντες διότι ο δημόσιος τομέας συνήθισε να είναι η «ιερή αγελάδα» της Ελλάδας.

Δεν τολμάμε να μιλήσουμε για φορολογική δικαιοσύνη διότι κάθε κλάδος θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο. Το ίδιο έγινε και με το φόρο στα ακίνητα. Να μην πληρώσουν οι κατ’ επάγγελμα αγρότες αλλά να πληρώσουν όλοι οι υπόλοιποι.

Να ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα ώστε να μειωθεί και το κόστος για τον πολίτη, μας λέει η τρόικα και εμείς αγρόν αγοράζουμε (και δεν είναι και φορολογητέος). Αντίθετα, εφευρίσκουμε διάφορους τρόπους για να εξυπηρετήσουμε τα συμφέροντα διάφορων κλάδων. Όπως έκανε ο κ. Ρουπακιώτης που ήθελε σώνει και καλά να είναι υποχρεωτική η παρουσία δικηγόρου στις υποθέσεις υπερχρεωμένων νοικοκυριών.

Ή όπως γίνεται τώρα με τη θεσμοθέτηση της ηλεκτρονικής ταυτότητας κτιρίων όπου οι μηχανικοί θα πρέπει υποχρεωτικά να προσλαμβάνονται από τους ιδιοκτήτες για να καταγράψουν το ακίνητο. Και πληρώνει το κορόιδο ο απλός πολίτης.

Έτσι, όμως, η χώρα δεν πάει μπροστά. Και το στοίχημα της κυβέρνησης και του ίδιου του Σαμαρά πρέπει πλέον να είναι αυτό. Να αλλάξει τη χώρα. Να δημιουργήσει τις συνθήκες εκείνες ώστε να σβήσει από το χάρτη η χώρα που κτίστηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης και να οικοδομηθεί μια άλλη, καλύτερη για όλους.

Το ερώτημα, λοιπόν, είναι ένα: Δεν βουλιάζουμε, όμως, αλλάζουμε;
Πηγή