Στα Κορυβαντικά Μυστήρια λειτουργούσαν καθώς συμπεραίνουν οι ερευνητές, βαθμοί μυήσεων προπαρασκευαστικοί για τις ανώτερες μυήσεις, που γίνονταν όταν ο μειούμενος ύστερα από τις τελετουργικές δοκιμασίες κρινόταν άξιος. Η προπαρασκευή άρχιζε με μια τελετή όμοια με υιοθεσία, συμβολικό καθαρμό με νερό και προκαταρτική διδασκαλία των νεοφώτιστων. Ακολουθούσαν τα αγωνίσματα δοκιμασίες της αξιότητάς του, όπως ήταν τα Ταυροκαθάψια και η μύηση σε κάποιο βαθμό με το λεγόμενο «Κορυβαντισμό», κάθαρση δηλαδή και αγιασμό με κορυβαντικές ιερουργίες και τελετές που κατά κάποιον τρόπο γιάτρευαν τους μειούμενους από του παλιού εαυτού τους τα πάθη.
Οι νικητές στα Ταυροκαθάψια, σχημάτιζαν τον λεγόμενο «Ταυρελάτη χορό ανδρών» και έψελναν τον νικητή παιάνα στον Κρητικό Απόλλωνα, τον προστάτη και αρχηγό τους, γιατί κατά τον μύθο, όσοι λάβαιναν μέρος ήταν παιδιά του.
Στους νικητές των Ταυροπαιδιών νέους και νέες, γινόταν έπειτα η ανάλογη διδασκαλία για την κατανόηση της μεγάλης σημασίας που είχε η σωστή ερμηνεία των συμβόλων και της ψυχοπνευματικής βοήθειας που μελλοντικά θα προσφερόταν σ’ αυτούς τους μεμυημένους στους πρώτους βαθμούς. Άλλωστε αυτό ήταν και το κυριότερο στάδιο της προπαρασκευής, το οποίο αναλάβαιναν οι ιερείς του Διός Κορύβαντες και οι Κορυβαντίδες ιέρειες της Ρέας και που την τελούσαν μέσα στο ναό ή το Τέμενός τους, στο Κορυβάντιο.
Τελικά, μέρος της μυητικής τελετής μετά τις Ταυροπαιδίες, ήταν και η πυρρίχη, ο ένοπλος ενθουσιαστικός χορός, με τη θορυβώδικη μουσική και την ορμητική κίνηση, που έφερνε τους χορευτές σε ενθουσιαστική έκσταση, τους έκανε δηλαδή σαν «μαινόμενους». Κατά τον Πλίνιο, με την πυρρίχη, έπεφταν σε ύπνωση με ανοιχτά τα μάτια.
Ο χορός ήταν και θα είναι πάντοτε βασικό μέρος κάθε τελετής ή γιορτής από την πρωτόγονη ανθρωπότητα μέχρι σήμερα, είτε εκδήλωση θρησκευτικού αισθήματος ήταν, είτε χορός χαράς, πανηγύρεων ή και χορός προκλήσεως των αόρατων δυνάμεων. Οι πυρρίχιοι των Κουρητών – Κορυβάντων στην Κρήτη, τελούμενοι προς τιμή του Δία, ήταν τόσο αρχαίοι, όσο και κάθε άλλος χορός που γινόταν προς τιμή του Απόλλωνα.
Η επιτυχία, τέλος της μυητικής κορυβαντικής ιερουργίας και τελετής των Κορυβαντικών Μυστηρίων σε σύνολο, ήταν να αξιωθούν οι μυηθέντες να γίνουν «Κουρήτες», δηλαδή οι νεοφώτιστοι να γίνουν φωτισμένοι μύστες του Ιδαίου Δία. Να γίνουν κατά συνέπεια άξιοι για την εισδοχή τους σε ανώτερο βαθμό, στο βαθμό των «Βάκχων – Ιερέων», που τους έδινε το δικαίωμα έπειτα της εισόδου στην τάξη των Λαβυρινθικών Μυστηρίων.
Τούτο όμως για να γίνει έπρεπε ύστερα από τον ιερό χορό και την αναγνώριση της αξιοσύνης τους μετά την ολοκλήρωση της μυητικής τελετής, να ακολουθήσει η θεία Μετάληψη «της σάρκας και του αίματος» του Διόνυσου Ζαγρέα.
Έπειτα από αυτά, γινόταν φανερό το πόσο αληθινά οι αρχαίοι Κουρήτες γνώριζαν τα μυστήρια της Φύσεως και τα πνευματικά μέσα της επικοινωνίας με τη θεότητα. Γιατί εκτός της εξαγνιστικής για την ψυχή τους ακρεωφαγίας, γνώριζαν ότι για να εξιγιασθούν τελειωτικά αποκτώντας τον βαθμό των ιερέων, έπρεπε να περάσουν πρώτα από το επίσης εξαγνιστικό στάδιο του αγνού βίου, που το συμπληρώνει το στάδιο της μυήσεως με την μετάληψη του «αίματος και της σάρκας» του Ζαγρέα Διόνυσου.
Την ανακήρυξη των μεμυημένων στα Κορυβαντικά ως ιερέων – βάκχων, ακολουθούσε η τελετή της Θρονώσεως ή του Θρονισμού, που περιγράφεται στα «Ορφικά», στο κεφάλαιο Θρονισμοί Μητρώοι και Βακχικά : «Το ίδιο το οποίον οι στην τελετήν των Κορυβάντων κάμνουν γύρω από εκείνον για τον οποίον μέλλουν να τελέσουν την θρόνωση καθώς συνηθίζουν στον καλούμενον Θρονισμόν, που αφού καθίσουν τους μειούμενους οι κάμνοντες την τελετήν, σε κύκλο γύρω χορεύουν». Το μέρος τούτο της τελετής λεγόταν Θρόνωση ή Θρονισμός.
Τα Κορυβαντικά κατά συνέπεια σαν πρώτη τάξη των Μυστηρίων του Ιδαίου Δία, είχαν το σκοπό της προπαρασκευής των νεαρών μεμυημένων για την ανώτερη τάξη, με την επαφή τους με τις θεϊκές δυνάμεις και της προσφοράς σ’ αυτούς της θείας Δωρεάς με τη μετάληψη του πνευματικού φωτός και την καθιέρωσή τους στο βαθμό των ιερέων του θεού Δία.
Στην Κρητομινωική θρησκεία, πέρα από αυτές τις θεϊκές δυνάμεις, δέχονταν ότι δεν υπήρχαν αποθέματα άλλων πολύ μεγαλύτερων δυνάμεων για τους μεμυημένους των Κορυβαντικών. Γιατί καθώς πίστευαν, αυτές τους οδηγούσαν στη μελλοντική πνευματική τους τελειοποίηση στους ανώτερους βαθμούς της άλλης τάξεως, δηλαδή της τάξεως των Λαβυρινθικών Μυστηρίων και στην μέσα σ΄ αυτά τέλεια ένωσή τους με το Θεό, στη λεγόμενη πνευματική ευδαιμονία.
ΤΑ ΛΑΒΥΡΙΝΘΙΚΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ
Συναφή με την τάξη των Κορυβαντικών Μυστηρίων, ήταν τα Λαβυρινθικά, σαν δεύτερη τάξη των Κρητικών Μυστηρίων του Ιδαίου Δία.
Σ’ αυτά οι μυήσεις ήταν προορισμένες για τους λίγους δοκιμασμένους, εκείνους που είχαν περάσει από την τελευταία μύηση των Κορυβαντικών, εκείνους δηλαδή που είχαν γίνει βάκχοι – ιερείς και είχαν υποστεί τη λεγόμενη Θρόνωση ή Θρονισμό. Καθώς ήταν επόμενο, στις ιεροπραξίες τους λάβαιναν μέρος μόνο ιερείς του Θεού Δία και της Μεγάλης Μητέρας Ρέας – Γης.
Οι ιεροπραξίες που γίνονταν σ’ αυτά είχαν τον ίδιο σκοπό και την ίδια Τεχνική με τις ιεροπραξίες της εσωτερικής λατρείας της Μεγάλης Μητέρας. Αλλά η πρωτοστασία του αρσενικού τύπου στην τέλεσή τους, δηλαδή η πρωτοστασία των ιερέων του Δία ήταν φανερή γιατί πρωτοστατούσε το ηλιακό στοιχείο της γονιμότητας, που συμβολιζόταν με τον Ηλιακό Ταύρο.
Βαθμοί μυήσεως στα Λαβυρινθικά που θεωρούνται και εσωτερικοί βαθμοί των Κρητικών Μυστηρίων του Ιδαίου Δία, ήταν : ο Λαβυρινθικός Χορός, ο του ιερού Γάμου ή του Ιερού Διπλού Πέλεκυ και ο Βαθμός των Ιεροφάντων μυσταγωγών.
Ο Λαβύρινθος ήταν κυρίως μεγάλο πολύπλοκο υπόγειο σπήλαιο με πολλές και καμπυλωτές διόδους. Οι Λαβύρινθοι είναι οι τόποι χορού που συνδέονται με έναν χορό Λαβυρινθικού Τύπου. Στους χορευτικούς λαβύρινθους ξεχωρίζει πάντα μια γυναικεία μορφή, που πρέπει να κατακτήσει ο Κορυφαίος του χορού. Η κατάκτησή της επομένως είναι ένας ιερός Γάμος, μια ιερή ένωση του νικητή, του Ιερέα με τη Θεά του – βασίλισσα που στην προκειμένη περίπτωση του Κρητομινωικού Λαβύρινθου είναι η Αριάδνη.
Γιατί στην Αριάδνη, στη θυγατέρα του Μίνωα και της Πασιφάης, που ήταν πολύ στενά συνδεδεμένη με το Διόνυσο από την αρχή, για να γίνει σύζυγός του έπειτα, στη μεγάλη τούτη θεά, ανήκαν στα πανάρχαια χρόνια οι Λαβυρινθικοί χοροί της Κρήτης και των άλλων κέντρων της λατρείας της.
Ο νικητής, κορυφαίος του ανδρικού χορού αναδεικνύεται σύντροφος της κορυφαίας του γυναικείου, της χρονιάς εκείνης.
Ιερός Γάμος επομένως είναι ο βαθμός εκείνος της μυητικής ιερουργίας των Λαβυρινθικών που προσφέρει στους Μύστες της τη θεία Δωρεά, τις ενωμένες δηλαδή δυνάμεις του ζεύγους των Μεγάλων Θεών, στη μορφή του Διόνυσου Ελευθερέα, που είναι σε ανώτερη μυσταγωγική βαθμίδα η μεταμόρφωση του Ζαγρέα των Κορυβαντικών.
Η θεία αυτή Χάρη, η κάθοδος της ενωμένης πνευματικής δύναμης του ζεύγους των Μεγάλων θεών, που προσφέρεται με τη νέα μορφή του Διόνυσου των Λαβυρινθικών, είναι το αίμα και η σάρκα του θυσιαζόμενου Ιερού Ταύρου, του Μινώταυρου, για να αναστηθεί με τη συμπαράσταση της Αριάδνης, στη νέα μορφή του αγωνιστή κορυφαίου. Για να αναστηθεί δηλαδή στον νέο Ιεροφάντη Μυσταγωγό, στο γήινο αντιπρόσωπο της θεότητας, στον Ιερέα – Βασιλιά, τον ιερό δηλαδή Κρητικό Ταύρο. Σύμβολό του τότε γίνεται ο Χρυσός Διπλός Πέλεκυς – Ιερή ποιμαντορική Ράβδος – λάφυρο της νίκης του, ιερό φυλακτό του, που κέρδισε στη λαβυρινθική δοκιμασία.
Στα χρόνια της ακμής του Μινωικού πολιτισμού οι πιστοί παραδέχονταν ότι και άνθρωποι ικανοί και ανώτεροι μπορούσαν να ενσαρκώσουν παροδικά ή να δέχονται τη θεότητα. Κάτι παρόμοιο που κι εμείς σήμερα το λέμε Θεοφάνια, επικοινωνία πνευματική, έμπνευση και θεία χάρη δοσμένη από το Θεό.
Η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» αναφέρει ότι η βασίλισσα καθισμένη στον σκαλιστό αλαβάστρινο θρόνο της στο ανάκτορο της Κνωσού, παρίστανε τη Θεά και μετείχε στην τελετουργία. Υπήρχαν όμως και οραματικά Θεοφάνια. Ιερείς και Ιέρειες, πέφτοντας σε έκσταση με ένα οργιαστικό χορό, έβλεπαν τη Θεά να κατεβαίνει για μια στιγμή κοντά στο μικρό ιερό ή στο βωμό της. Ο μινωικός πολιτισμός αισθανόταν τη θεότητα σαν κάτι μυστηριακό, φευγαλέο και άπιαστο, που μόνο στιγμιαία παρουσιαζόταν με ανθρώπινη μορφή ή με διάφορες μορφές ιερών ζώων.
Στην Κρήτη ο ταύρος ταυτίζεται με τον ουρανό και τον ήλιο, που γονιμοποιούν τη γη με τη ζέστη και τις βροχές, ενώ το θηλυκό στοιχείο, η θεϊκή αγελάδα, συσχετίζεται με τη Σελήνη, που το σχήμα της θυμίζει τα κέρατα. Έτσι ο γάμος του ταύρου με την αγελάδα είναι μαζί γάμος του ήλιου και του φεγγαριού. Αργότερα τα πρόσωπα του ιερού αυτού γάμου τα υποδύεται ο βασιλιάς και η βασίλισσα της Κνωσού, που το όνομα της Πασιφάης, δηλαδή ολόφωτη, δείχνει ακριβώς τη σχέση της βασίλισσας – Θεάς με τη Σελήνη. Ο γιος της ο Μινώταυρος, άνθρωπος με κεφάλι ταύρου, λέγεται και Αστερίων, γιατί και αυτός όπως και ο πατέρας του, ταυτίζεται με τον έναστρο ουρανό.
Αυτός λοιπόν ο Μινώταυρος μυθεύεται ότι φονεύεται από το νικητή της Λαβυρινθικής ιερουργίας. Η θυσία ή ο φόνος του Ταύρου, συμβόλιζε τη σκοπιμότητα της ιεροπραξίας των Λαβυρινθικών για την αναγέννηση από το αίμα του, του νέου Ιεροφάντη μυσταγωγού. Η θυσία του ταύρου όμως και ξεχωριστά η θυσία του Μινώταυρου και το «ταυρείο αίμα» του, που προσφερόταν ως θεία δωρεά στους ιερείς και ιέρειες των Λαβυρινθικών, για να αναστηθεί από τον πιο άξιο ο νέος Ιεροφάντης, είναι κάτι συμβολικό που δύσκολα μπορούσε να ερμηνευθεί από τους αμύητους. Γιατί όπως και στα «Λιθικά» του Ορφέα, που καθώς φαίνεται είναι βαθμοί μυστηριακών μυήσεων, η «αναίμακτη θυσία» ήταν καθιερωμένη από τους μεγάλους μυσταγωγούς, έτσι και στην Κρητομινωική πανάρχαια λατρεία η αναίμακτη προσφορά ήταν το ίδιο καθιερωμένη και κατά συνέπεια η αιματηρή θυσία ήταν συμβολική.
Η προσφορά λοιπόν του Ζαγρέα Διόνυσου στα Κορυβαντικά και η θυσία του Μινώταυρου – Ιερού Ταύρου Διονύσου στα Λαβυρινθικά, ήταν η θεία Δωρεά – κάθοδος της πνευματικής δύναμης, του συμβολικού ταυρείου αίματος, που αφού πέρασε από διάφορα στάδια και στα άλλα ελληνικά Μυστήρια των ιστορικών χρόνων, όπως και στα Μιθραϊκά των Περσών κ.λ.π. πέρασε και στα Χριστιανικά στους μετέπειτα αιώνες. Έγινε δηλαδή το «Αίμα και η Σάρκα του Χριστού», θεία δωρεά επίσης για την ψυχοπνευματική ανάσταση των ανθρώπων της Χριστιανικής θρησκείας.
Οι νικητές στα Ταυροκαθάψια, σχημάτιζαν τον λεγόμενο «Ταυρελάτη χορό ανδρών» και έψελναν τον νικητή παιάνα στον Κρητικό Απόλλωνα, τον προστάτη και αρχηγό τους, γιατί κατά τον μύθο, όσοι λάβαιναν μέρος ήταν παιδιά του.
Στους νικητές των Ταυροπαιδιών νέους και νέες, γινόταν έπειτα η ανάλογη διδασκαλία για την κατανόηση της μεγάλης σημασίας που είχε η σωστή ερμηνεία των συμβόλων και της ψυχοπνευματικής βοήθειας που μελλοντικά θα προσφερόταν σ’ αυτούς τους μεμυημένους στους πρώτους βαθμούς. Άλλωστε αυτό ήταν και το κυριότερο στάδιο της προπαρασκευής, το οποίο αναλάβαιναν οι ιερείς του Διός Κορύβαντες και οι Κορυβαντίδες ιέρειες της Ρέας και που την τελούσαν μέσα στο ναό ή το Τέμενός τους, στο Κορυβάντιο.
Τελικά, μέρος της μυητικής τελετής μετά τις Ταυροπαιδίες, ήταν και η πυρρίχη, ο ένοπλος ενθουσιαστικός χορός, με τη θορυβώδικη μουσική και την ορμητική κίνηση, που έφερνε τους χορευτές σε ενθουσιαστική έκσταση, τους έκανε δηλαδή σαν «μαινόμενους». Κατά τον Πλίνιο, με την πυρρίχη, έπεφταν σε ύπνωση με ανοιχτά τα μάτια.
Ο χορός ήταν και θα είναι πάντοτε βασικό μέρος κάθε τελετής ή γιορτής από την πρωτόγονη ανθρωπότητα μέχρι σήμερα, είτε εκδήλωση θρησκευτικού αισθήματος ήταν, είτε χορός χαράς, πανηγύρεων ή και χορός προκλήσεως των αόρατων δυνάμεων. Οι πυρρίχιοι των Κουρητών – Κορυβάντων στην Κρήτη, τελούμενοι προς τιμή του Δία, ήταν τόσο αρχαίοι, όσο και κάθε άλλος χορός που γινόταν προς τιμή του Απόλλωνα.
Η επιτυχία, τέλος της μυητικής κορυβαντικής ιερουργίας και τελετής των Κορυβαντικών Μυστηρίων σε σύνολο, ήταν να αξιωθούν οι μυηθέντες να γίνουν «Κουρήτες», δηλαδή οι νεοφώτιστοι να γίνουν φωτισμένοι μύστες του Ιδαίου Δία. Να γίνουν κατά συνέπεια άξιοι για την εισδοχή τους σε ανώτερο βαθμό, στο βαθμό των «Βάκχων – Ιερέων», που τους έδινε το δικαίωμα έπειτα της εισόδου στην τάξη των Λαβυρινθικών Μυστηρίων.
Τούτο όμως για να γίνει έπρεπε ύστερα από τον ιερό χορό και την αναγνώριση της αξιοσύνης τους μετά την ολοκλήρωση της μυητικής τελετής, να ακολουθήσει η θεία Μετάληψη «της σάρκας και του αίματος» του Διόνυσου Ζαγρέα.
Έπειτα από αυτά, γινόταν φανερό το πόσο αληθινά οι αρχαίοι Κουρήτες γνώριζαν τα μυστήρια της Φύσεως και τα πνευματικά μέσα της επικοινωνίας με τη θεότητα. Γιατί εκτός της εξαγνιστικής για την ψυχή τους ακρεωφαγίας, γνώριζαν ότι για να εξιγιασθούν τελειωτικά αποκτώντας τον βαθμό των ιερέων, έπρεπε να περάσουν πρώτα από το επίσης εξαγνιστικό στάδιο του αγνού βίου, που το συμπληρώνει το στάδιο της μυήσεως με την μετάληψη του «αίματος και της σάρκας» του Ζαγρέα Διόνυσου.
Την ανακήρυξη των μεμυημένων στα Κορυβαντικά ως ιερέων – βάκχων, ακολουθούσε η τελετή της Θρονώσεως ή του Θρονισμού, που περιγράφεται στα «Ορφικά», στο κεφάλαιο Θρονισμοί Μητρώοι και Βακχικά : «Το ίδιο το οποίον οι στην τελετήν των Κορυβάντων κάμνουν γύρω από εκείνον για τον οποίον μέλλουν να τελέσουν την θρόνωση καθώς συνηθίζουν στον καλούμενον Θρονισμόν, που αφού καθίσουν τους μειούμενους οι κάμνοντες την τελετήν, σε κύκλο γύρω χορεύουν». Το μέρος τούτο της τελετής λεγόταν Θρόνωση ή Θρονισμός.
Τα Κορυβαντικά κατά συνέπεια σαν πρώτη τάξη των Μυστηρίων του Ιδαίου Δία, είχαν το σκοπό της προπαρασκευής των νεαρών μεμυημένων για την ανώτερη τάξη, με την επαφή τους με τις θεϊκές δυνάμεις και της προσφοράς σ’ αυτούς της θείας Δωρεάς με τη μετάληψη του πνευματικού φωτός και την καθιέρωσή τους στο βαθμό των ιερέων του θεού Δία.
Στην Κρητομινωική θρησκεία, πέρα από αυτές τις θεϊκές δυνάμεις, δέχονταν ότι δεν υπήρχαν αποθέματα άλλων πολύ μεγαλύτερων δυνάμεων για τους μεμυημένους των Κορυβαντικών. Γιατί καθώς πίστευαν, αυτές τους οδηγούσαν στη μελλοντική πνευματική τους τελειοποίηση στους ανώτερους βαθμούς της άλλης τάξεως, δηλαδή της τάξεως των Λαβυρινθικών Μυστηρίων και στην μέσα σ΄ αυτά τέλεια ένωσή τους με το Θεό, στη λεγόμενη πνευματική ευδαιμονία.
ΤΑ ΛΑΒΥΡΙΝΘΙΚΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ
Συναφή με την τάξη των Κορυβαντικών Μυστηρίων, ήταν τα Λαβυρινθικά, σαν δεύτερη τάξη των Κρητικών Μυστηρίων του Ιδαίου Δία.
Σ’ αυτά οι μυήσεις ήταν προορισμένες για τους λίγους δοκιμασμένους, εκείνους που είχαν περάσει από την τελευταία μύηση των Κορυβαντικών, εκείνους δηλαδή που είχαν γίνει βάκχοι – ιερείς και είχαν υποστεί τη λεγόμενη Θρόνωση ή Θρονισμό. Καθώς ήταν επόμενο, στις ιεροπραξίες τους λάβαιναν μέρος μόνο ιερείς του Θεού Δία και της Μεγάλης Μητέρας Ρέας – Γης.
Οι ιεροπραξίες που γίνονταν σ’ αυτά είχαν τον ίδιο σκοπό και την ίδια Τεχνική με τις ιεροπραξίες της εσωτερικής λατρείας της Μεγάλης Μητέρας. Αλλά η πρωτοστασία του αρσενικού τύπου στην τέλεσή τους, δηλαδή η πρωτοστασία των ιερέων του Δία ήταν φανερή γιατί πρωτοστατούσε το ηλιακό στοιχείο της γονιμότητας, που συμβολιζόταν με τον Ηλιακό Ταύρο.
Βαθμοί μυήσεως στα Λαβυρινθικά που θεωρούνται και εσωτερικοί βαθμοί των Κρητικών Μυστηρίων του Ιδαίου Δία, ήταν : ο Λαβυρινθικός Χορός, ο του ιερού Γάμου ή του Ιερού Διπλού Πέλεκυ και ο Βαθμός των Ιεροφάντων μυσταγωγών.
Ο Λαβύρινθος ήταν κυρίως μεγάλο πολύπλοκο υπόγειο σπήλαιο με πολλές και καμπυλωτές διόδους. Οι Λαβύρινθοι είναι οι τόποι χορού που συνδέονται με έναν χορό Λαβυρινθικού Τύπου. Στους χορευτικούς λαβύρινθους ξεχωρίζει πάντα μια γυναικεία μορφή, που πρέπει να κατακτήσει ο Κορυφαίος του χορού. Η κατάκτησή της επομένως είναι ένας ιερός Γάμος, μια ιερή ένωση του νικητή, του Ιερέα με τη Θεά του – βασίλισσα που στην προκειμένη περίπτωση του Κρητομινωικού Λαβύρινθου είναι η Αριάδνη.
Γιατί στην Αριάδνη, στη θυγατέρα του Μίνωα και της Πασιφάης, που ήταν πολύ στενά συνδεδεμένη με το Διόνυσο από την αρχή, για να γίνει σύζυγός του έπειτα, στη μεγάλη τούτη θεά, ανήκαν στα πανάρχαια χρόνια οι Λαβυρινθικοί χοροί της Κρήτης και των άλλων κέντρων της λατρείας της.
Ο νικητής, κορυφαίος του ανδρικού χορού αναδεικνύεται σύντροφος της κορυφαίας του γυναικείου, της χρονιάς εκείνης.
Ιερός Γάμος επομένως είναι ο βαθμός εκείνος της μυητικής ιερουργίας των Λαβυρινθικών που προσφέρει στους Μύστες της τη θεία Δωρεά, τις ενωμένες δηλαδή δυνάμεις του ζεύγους των Μεγάλων Θεών, στη μορφή του Διόνυσου Ελευθερέα, που είναι σε ανώτερη μυσταγωγική βαθμίδα η μεταμόρφωση του Ζαγρέα των Κορυβαντικών.
Η θεία αυτή Χάρη, η κάθοδος της ενωμένης πνευματικής δύναμης του ζεύγους των Μεγάλων θεών, που προσφέρεται με τη νέα μορφή του Διόνυσου των Λαβυρινθικών, είναι το αίμα και η σάρκα του θυσιαζόμενου Ιερού Ταύρου, του Μινώταυρου, για να αναστηθεί με τη συμπαράσταση της Αριάδνης, στη νέα μορφή του αγωνιστή κορυφαίου. Για να αναστηθεί δηλαδή στον νέο Ιεροφάντη Μυσταγωγό, στο γήινο αντιπρόσωπο της θεότητας, στον Ιερέα – Βασιλιά, τον ιερό δηλαδή Κρητικό Ταύρο. Σύμβολό του τότε γίνεται ο Χρυσός Διπλός Πέλεκυς – Ιερή ποιμαντορική Ράβδος – λάφυρο της νίκης του, ιερό φυλακτό του, που κέρδισε στη λαβυρινθική δοκιμασία.
Στα χρόνια της ακμής του Μινωικού πολιτισμού οι πιστοί παραδέχονταν ότι και άνθρωποι ικανοί και ανώτεροι μπορούσαν να ενσαρκώσουν παροδικά ή να δέχονται τη θεότητα. Κάτι παρόμοιο που κι εμείς σήμερα το λέμε Θεοφάνια, επικοινωνία πνευματική, έμπνευση και θεία χάρη δοσμένη από το Θεό.
Η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» αναφέρει ότι η βασίλισσα καθισμένη στον σκαλιστό αλαβάστρινο θρόνο της στο ανάκτορο της Κνωσού, παρίστανε τη Θεά και μετείχε στην τελετουργία. Υπήρχαν όμως και οραματικά Θεοφάνια. Ιερείς και Ιέρειες, πέφτοντας σε έκσταση με ένα οργιαστικό χορό, έβλεπαν τη Θεά να κατεβαίνει για μια στιγμή κοντά στο μικρό ιερό ή στο βωμό της. Ο μινωικός πολιτισμός αισθανόταν τη θεότητα σαν κάτι μυστηριακό, φευγαλέο και άπιαστο, που μόνο στιγμιαία παρουσιαζόταν με ανθρώπινη μορφή ή με διάφορες μορφές ιερών ζώων.
Στην Κρήτη ο ταύρος ταυτίζεται με τον ουρανό και τον ήλιο, που γονιμοποιούν τη γη με τη ζέστη και τις βροχές, ενώ το θηλυκό στοιχείο, η θεϊκή αγελάδα, συσχετίζεται με τη Σελήνη, που το σχήμα της θυμίζει τα κέρατα. Έτσι ο γάμος του ταύρου με την αγελάδα είναι μαζί γάμος του ήλιου και του φεγγαριού. Αργότερα τα πρόσωπα του ιερού αυτού γάμου τα υποδύεται ο βασιλιάς και η βασίλισσα της Κνωσού, που το όνομα της Πασιφάης, δηλαδή ολόφωτη, δείχνει ακριβώς τη σχέση της βασίλισσας – Θεάς με τη Σελήνη. Ο γιος της ο Μινώταυρος, άνθρωπος με κεφάλι ταύρου, λέγεται και Αστερίων, γιατί και αυτός όπως και ο πατέρας του, ταυτίζεται με τον έναστρο ουρανό.
Αυτός λοιπόν ο Μινώταυρος μυθεύεται ότι φονεύεται από το νικητή της Λαβυρινθικής ιερουργίας. Η θυσία ή ο φόνος του Ταύρου, συμβόλιζε τη σκοπιμότητα της ιεροπραξίας των Λαβυρινθικών για την αναγέννηση από το αίμα του, του νέου Ιεροφάντη μυσταγωγού. Η θυσία του ταύρου όμως και ξεχωριστά η θυσία του Μινώταυρου και το «ταυρείο αίμα» του, που προσφερόταν ως θεία δωρεά στους ιερείς και ιέρειες των Λαβυρινθικών, για να αναστηθεί από τον πιο άξιο ο νέος Ιεροφάντης, είναι κάτι συμβολικό που δύσκολα μπορούσε να ερμηνευθεί από τους αμύητους. Γιατί όπως και στα «Λιθικά» του Ορφέα, που καθώς φαίνεται είναι βαθμοί μυστηριακών μυήσεων, η «αναίμακτη θυσία» ήταν καθιερωμένη από τους μεγάλους μυσταγωγούς, έτσι και στην Κρητομινωική πανάρχαια λατρεία η αναίμακτη προσφορά ήταν το ίδιο καθιερωμένη και κατά συνέπεια η αιματηρή θυσία ήταν συμβολική.
Η προσφορά λοιπόν του Ζαγρέα Διόνυσου στα Κορυβαντικά και η θυσία του Μινώταυρου – Ιερού Ταύρου Διονύσου στα Λαβυρινθικά, ήταν η θεία Δωρεά – κάθοδος της πνευματικής δύναμης, του συμβολικού ταυρείου αίματος, που αφού πέρασε από διάφορα στάδια και στα άλλα ελληνικά Μυστήρια των ιστορικών χρόνων, όπως και στα Μιθραϊκά των Περσών κ.λ.π. πέρασε και στα Χριστιανικά στους μετέπειτα αιώνες. Έγινε δηλαδή το «Αίμα και η Σάρκα του Χριστού», θεία δωρεά επίσης για την ψυχοπνευματική ανάσταση των ανθρώπων της Χριστιανικής θρησκείας.