Το κεχριμπάρι δεν διατηρεί το παγιδευμένο DNA, σύμφωνα με νέα βρετανική μελέτη Από το 1993, όταν ο Στίβεν Σπίλμπεργκ παρουσίασε το όραμά του για την ανάσταση των δεινόσαυρων από γενετικό υλικό διατηρημένο σε κεχριμπάρι, αρκετοί επιστήμονες επιχείρησαν να το κάνουν πραγματικότητα. Φαίνεται όμως ότι δεν θα τα καταφέρουν ποτέ: το DNA δεν διατηρείται στο κεχριμπάρι ούτε για λίγες δεκαετίες, δείχνουν οι πιο σύγχρονες τεχνικές. Στο «Τζουράσικ Παρκ» του Σπίλμπεργκ, οι επιστήμονες κλωνοποιούν δεινόσαυρους απομονώνοντας DNA από το στομάχι κουνουπιών που τσίμπησαν τα προϊστορικά ερπετά και μετά παγιδεύτηκαν σε κεχριμπάρι.
Η ιδέα φαίνεται αληθοφανής. Και πράγματι, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 διάφορες ομάδες ερευνητών υποστήριξαν ότι είχαν απομονώσει DNA από έντομα σε κεχριμπάρι ηλικίας έως 130 εκατομμυρίων ετών.
Οι ισχυρισμοί τους τέθηκαν όμως σε αμφισβήτηση από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου, το οποίο δεν κατάφερε να αναπαράγει τα αποτελέσματα. Έκτοτε, οι περισσότεροι πιστεύουν ότι το υποτιθέμενα προϊστορικό DNA προερχόταν στην πραγματικότητα από επιμόλυνση των δειγμάτων από σύγχρονα μικρόβια, ή ακόμα και από τους ίδιους τους ερευνητές.
Τα νέα ευρήματα
Η νέα μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στην online επιθεώρηση «PLoS ONE», δείχνει τώρα να βάζει το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του Ιουράσιου Πάρκου: οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ εργάστηκαν με δείγματα σχετικά μικρής ηλικίας - έντομα παγιδευμένα σε κοπάλη, τη μορφή που λαμβάνει το ρετσίνι των δέντρων πριν τελικά απολιθωθεί και μετατραπεί σε κεχριμπάρι. Όλα τα έντομα είχαν ηλικία 60 έως 10.600 ετών.
Επιπλέον, οι ερευνητές εφάρμοσαν μια σύγχρονη τεχνική για την απομόνωση DNA, η οποία περιορίζει την πιθανότητα επιμόλυνσης των δειγμάτων. Όλες οι αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν σε συνθήκες υψηλής ασφάλειας και σε εργαστήρια με ατμόσφαιρα αρνητικής πίεσης, ώστε να εμποδίζεται η είσοδος ξένων σωμάτων.
Στις μελέτες της δεκαετίας του 1990 είχε χρησιμοποιηθεί η τεχνική της «αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης», ή PCR, η οποία δημιουργεί αντίγραφα των μορίων DNA ώστε να είναι δυνατή η ανάλυσή τους.
Το πρόβλημα, σύμφωνα με τους συντάκτες της νέας μελέτης, είναι ότι στο PCR υπάρχει πάντα ο κίνδυνος επιλεκτικής αντιγραφής σύγχρονων μορίων DNA που μόλυναν το δείγμα.
Αυτή τη φορά, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια νεότερη αλλά λιγότερη διαδεδομένη τεχνική, η οποία αντιγράφει μόρια DNA ακόμα και πολύ μικρού μεγέθους, γεγονός που μειώνει την πιθανότητα επιλεκτικής αντιγραφής του σύγχρονου DNA.
Σε όλα τα δείγματα που εξέτασε η μελέτη, η απομόνωση DNA αποδείχθηκε αδύνατη. Και η διαπίστωση αυτή «εγείρει σημαντικές αμφιβολίες για τους ισχυρισμούς απομόνωσης DNA από απολιθωμένα έντομα σε κεχριμπάρι, πολλά εκατομμύρια χρόνια αρχαιότερο από την κοπάλη.
«Θα φανταζόταν κανείς ότι η ολοκληρωτική και ταχεία εμβάπτιση στο ρετσίνι, η οποία προκαλεί σχεδόν ακαριαίο θάνατο, θα βοηθούσε στη διατήρηση του DNA στο έντομο» σχολιάζει ο Ντέιβιντ Πένεϊ, ειδικός στο κεχριμπάρι και επικεφαλής της μελέτης.
«Αυτό, όμως, φαίνεται ότι δεν ισχύει. Επομένως, το σενάριο του Τζουράσικ Παρκ θα παραμείνει δυστυχής στο χώρο της φαντασίας».
Η ιδέα φαίνεται αληθοφανής. Και πράγματι, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 διάφορες ομάδες ερευνητών υποστήριξαν ότι είχαν απομονώσει DNA από έντομα σε κεχριμπάρι ηλικίας έως 130 εκατομμυρίων ετών.
Οι ισχυρισμοί τους τέθηκαν όμως σε αμφισβήτηση από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου, το οποίο δεν κατάφερε να αναπαράγει τα αποτελέσματα. Έκτοτε, οι περισσότεροι πιστεύουν ότι το υποτιθέμενα προϊστορικό DNA προερχόταν στην πραγματικότητα από επιμόλυνση των δειγμάτων από σύγχρονα μικρόβια, ή ακόμα και από τους ίδιους τους ερευνητές.
Τα νέα ευρήματα
Η νέα μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στην online επιθεώρηση «PLoS ONE», δείχνει τώρα να βάζει το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του Ιουράσιου Πάρκου: οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ εργάστηκαν με δείγματα σχετικά μικρής ηλικίας - έντομα παγιδευμένα σε κοπάλη, τη μορφή που λαμβάνει το ρετσίνι των δέντρων πριν τελικά απολιθωθεί και μετατραπεί σε κεχριμπάρι. Όλα τα έντομα είχαν ηλικία 60 έως 10.600 ετών.
Επιπλέον, οι ερευνητές εφάρμοσαν μια σύγχρονη τεχνική για την απομόνωση DNA, η οποία περιορίζει την πιθανότητα επιμόλυνσης των δειγμάτων. Όλες οι αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν σε συνθήκες υψηλής ασφάλειας και σε εργαστήρια με ατμόσφαιρα αρνητικής πίεσης, ώστε να εμποδίζεται η είσοδος ξένων σωμάτων.
Στις μελέτες της δεκαετίας του 1990 είχε χρησιμοποιηθεί η τεχνική της «αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης», ή PCR, η οποία δημιουργεί αντίγραφα των μορίων DNA ώστε να είναι δυνατή η ανάλυσή τους.
Το πρόβλημα, σύμφωνα με τους συντάκτες της νέας μελέτης, είναι ότι στο PCR υπάρχει πάντα ο κίνδυνος επιλεκτικής αντιγραφής σύγχρονων μορίων DNA που μόλυναν το δείγμα.
Αυτή τη φορά, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια νεότερη αλλά λιγότερη διαδεδομένη τεχνική, η οποία αντιγράφει μόρια DNA ακόμα και πολύ μικρού μεγέθους, γεγονός που μειώνει την πιθανότητα επιλεκτικής αντιγραφής του σύγχρονου DNA.
Σε όλα τα δείγματα που εξέτασε η μελέτη, η απομόνωση DNA αποδείχθηκε αδύνατη. Και η διαπίστωση αυτή «εγείρει σημαντικές αμφιβολίες για τους ισχυρισμούς απομόνωσης DNA από απολιθωμένα έντομα σε κεχριμπάρι, πολλά εκατομμύρια χρόνια αρχαιότερο από την κοπάλη.
«Θα φανταζόταν κανείς ότι η ολοκληρωτική και ταχεία εμβάπτιση στο ρετσίνι, η οποία προκαλεί σχεδόν ακαριαίο θάνατο, θα βοηθούσε στη διατήρηση του DNA στο έντομο» σχολιάζει ο Ντέιβιντ Πένεϊ, ειδικός στο κεχριμπάρι και επικεφαλής της μελέτης.
«Αυτό, όμως, φαίνεται ότι δεν ισχύει. Επομένως, το σενάριο του Τζουράσικ Παρκ θα παραμείνει δυστυχής στο χώρο της φαντασίας».