Γυναίκες σημαντικές, αλλά ξεχασμένες, που έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στη διάδοση του Χριστιανισμού τους δύο πρώτους αιώνες από τη γέννηση της νέας θρησκείας, προσπαθεί να «ξαναθυμίσει» η μελέτη της καθηγήτριας Κέιτ Κούπερ από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας. Σύμφωνα με την αναφορά που κάνει στη συγκεκριμένη έρευνα η ιστοσελίδα του αγγλικού εκπαιδευτικού ιδρύματος, δεκάδες, λησμονημένες σήμερα, γυναίκες που ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό, άσκησαν μεγάλη επιρροή τον 1ο και 2ο αιώνα μΧ, σε μια περίοδο που η νέα τότε θρησκεία «ήταν -σε κάποια σημεία τουλάχιστον- πιο προοδευτική προς το γυναικείο φύλο από ό,τι είναι σήμερα».
Η καθηγήτρια υποστηρίζει ότι αυτές οι γυναίκες έπαιξαν κεντρικό ρόλο στη διάδοση της χριστιανικής πίστης, τόσο μέσα από τις διαπροσωπικές σχέσεις που ανέπτυξαν ως μέλη της κοινότητάς τους όσο και μέσω των οικογενειακών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους. Μια από αυτές ήταν η Αγία Λυδία η Φιλιππησία, η πρώτη Ευρωπαία χριστιανή που κατηχήθηκε και βαπτίστηκε στις όχθες του ποταμού Ζυγάκτη στους Φιλίππους της Μακεδονίας από τον Απόστολο Παύλο, όπως αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων.
Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η Αγία Περπέτουα, που έζησε στην Καρχηδόνα περί τα τέλη του 2ου αιώνα μΧ, η στάση της οποίας δημιούργησε αίσθηση όταν αρνήθηκε να αποκηρύξει τη θρησκεία της, να αντιταχθεί στις επιθυμίες του πατέρα της και τελικά να επιλέξει τον θάνατο. Σύμφωνα με την Κέιτ Κούπερ, το ημερολόγιο που έγραψε η Περπέτουα τις μέρες που έμεινε στη φυλακή περιμένοντας την εκτέλεσή της, είναι ένα ριζοσπαστικό κείμενο, που στα μάτια του σημερινού κόσμου φαντάζει υπερβολικό και αταίριαστο με τις επίσημες χριστιανικές απόψεις ως προς το πώς πρέπει να είναι μια χριστιανή γυναίκα.
Για την καθηγήτρια, μια από τις πιο σημαντικές γυναίκες των πρώιμων χρόνων του Χριστιανισμού ήταν η Αγία Θέκλα από το Ικόνιο, μαθήτρια του Αποστόλου Παύλου. Αναφερόμενη δε στις «Πράξεις Παύλου και Θέκλης», ένα ανώνυμο κείμενο του 2ου αιώνα, δείχνει πώς η Θέκλα, επαναστατώντας ενάντια στη θέληση της οικογένειάς της, αρνήθηκε τον γάμο, κάτι αδιανόητο για την εποχή εκείνη. «Αν και δεν υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι η Θέκλα υπήρξε πραγματικά, το πρόσωπό της άσκησε τεράστια επιρροή στα πρώτα εκατό χρόνια του Χριστιανισμού, σε σημείο που η ιστορία της να αποτελέσει τη ρίζα για τα περί αγνότητας και παρθενίας που επικαλείται η Καθολική Θεολογία» αναφέρει η καθηγήτρια.
Και συμπληρώνει στην ιστοσελίδα του πανεπιστημίου: «Κάθε σημαντικός χριστιανός συγγραφέας του 4ου αιώνα είχε μια αδελφή και αυτές οι νεαρές γυναίκες ενθαρρύνονταν να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Θέκλας. Αντί λοιπόν να την επικρίνουν για την ανυπακοή που έδειξε προς τη μητέρα της, οι πρώτοι Χριστιανοί εξυμνούσαν το κουράγιο της. Ο Χριστιανισμός ήταν αρκετά επαναστατικός στον τρόπο που αντιμετώπιζε τις γυναίκες, κυρίως όταν αναλογιστεί κανείς πόσο σεξιστικός ήταν ο αρχαίος κόσμος. Γι' αυτό είναι θλιβερό που η Θέκλα και οι σύγχρονές της δεν μνημονεύονται και δεν τιμώνται, σήμερα, σωστά. Θα πρέπει δε να αποτελούν έμπνευση, όπως για παράδειγμα στους ανθρώπους που αγωνίζονται υπέρ της χειροτόνησης γυναικών ιερέων» δηλώνει χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με την ίδια, αυτούς τους δύο αιώνες οι γυναίκες δίδασκαν κανονικά το Ευαγγέλιο και σε κάποιες κοινότητες πραγματοποιούσαν και βαπτίσεις. Όπως μάλιστα αναφέρεται στην ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, o εκχριστιανισμός του Μεγάλου Κωνσταντίνου περί το 313 μΧ ήταν η απαρχή της θεσμοθέτησης της νέας θρησκείας: άνδρες επίσκοποι ήταν τώρα κυβερνητικοί αξιωματούχοι, οι δε γυναίκες καταδικάστηκαν να μείνουν στα μετόπισθεν και όχι στην πρώτη γραμμή των εκκλησιαστικών γεγονότων.
«Είναι λυπηρό, η θρησκεία που ξεκίνησε με μια μητέρα και το υπέροχο παιδί της να δείχνει ακόμα τόση δυσκολία στο να τιμήσει τη συμβολή των γυναικών της» καταλήγει η Κέιτ Κούπερ.
Η καθηγήτρια υποστηρίζει ότι αυτές οι γυναίκες έπαιξαν κεντρικό ρόλο στη διάδοση της χριστιανικής πίστης, τόσο μέσα από τις διαπροσωπικές σχέσεις που ανέπτυξαν ως μέλη της κοινότητάς τους όσο και μέσω των οικογενειακών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους. Μια από αυτές ήταν η Αγία Λυδία η Φιλιππησία, η πρώτη Ευρωπαία χριστιανή που κατηχήθηκε και βαπτίστηκε στις όχθες του ποταμού Ζυγάκτη στους Φιλίππους της Μακεδονίας από τον Απόστολο Παύλο, όπως αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων.
Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η Αγία Περπέτουα, που έζησε στην Καρχηδόνα περί τα τέλη του 2ου αιώνα μΧ, η στάση της οποίας δημιούργησε αίσθηση όταν αρνήθηκε να αποκηρύξει τη θρησκεία της, να αντιταχθεί στις επιθυμίες του πατέρα της και τελικά να επιλέξει τον θάνατο. Σύμφωνα με την Κέιτ Κούπερ, το ημερολόγιο που έγραψε η Περπέτουα τις μέρες που έμεινε στη φυλακή περιμένοντας την εκτέλεσή της, είναι ένα ριζοσπαστικό κείμενο, που στα μάτια του σημερινού κόσμου φαντάζει υπερβολικό και αταίριαστο με τις επίσημες χριστιανικές απόψεις ως προς το πώς πρέπει να είναι μια χριστιανή γυναίκα.
Για την καθηγήτρια, μια από τις πιο σημαντικές γυναίκες των πρώιμων χρόνων του Χριστιανισμού ήταν η Αγία Θέκλα από το Ικόνιο, μαθήτρια του Αποστόλου Παύλου. Αναφερόμενη δε στις «Πράξεις Παύλου και Θέκλης», ένα ανώνυμο κείμενο του 2ου αιώνα, δείχνει πώς η Θέκλα, επαναστατώντας ενάντια στη θέληση της οικογένειάς της, αρνήθηκε τον γάμο, κάτι αδιανόητο για την εποχή εκείνη. «Αν και δεν υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι η Θέκλα υπήρξε πραγματικά, το πρόσωπό της άσκησε τεράστια επιρροή στα πρώτα εκατό χρόνια του Χριστιανισμού, σε σημείο που η ιστορία της να αποτελέσει τη ρίζα για τα περί αγνότητας και παρθενίας που επικαλείται η Καθολική Θεολογία» αναφέρει η καθηγήτρια.
Και συμπληρώνει στην ιστοσελίδα του πανεπιστημίου: «Κάθε σημαντικός χριστιανός συγγραφέας του 4ου αιώνα είχε μια αδελφή και αυτές οι νεαρές γυναίκες ενθαρρύνονταν να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Θέκλας. Αντί λοιπόν να την επικρίνουν για την ανυπακοή που έδειξε προς τη μητέρα της, οι πρώτοι Χριστιανοί εξυμνούσαν το κουράγιο της. Ο Χριστιανισμός ήταν αρκετά επαναστατικός στον τρόπο που αντιμετώπιζε τις γυναίκες, κυρίως όταν αναλογιστεί κανείς πόσο σεξιστικός ήταν ο αρχαίος κόσμος. Γι' αυτό είναι θλιβερό που η Θέκλα και οι σύγχρονές της δεν μνημονεύονται και δεν τιμώνται, σήμερα, σωστά. Θα πρέπει δε να αποτελούν έμπνευση, όπως για παράδειγμα στους ανθρώπους που αγωνίζονται υπέρ της χειροτόνησης γυναικών ιερέων» δηλώνει χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με την ίδια, αυτούς τους δύο αιώνες οι γυναίκες δίδασκαν κανονικά το Ευαγγέλιο και σε κάποιες κοινότητες πραγματοποιούσαν και βαπτίσεις. Όπως μάλιστα αναφέρεται στην ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, o εκχριστιανισμός του Μεγάλου Κωνσταντίνου περί το 313 μΧ ήταν η απαρχή της θεσμοθέτησης της νέας θρησκείας: άνδρες επίσκοποι ήταν τώρα κυβερνητικοί αξιωματούχοι, οι δε γυναίκες καταδικάστηκαν να μείνουν στα μετόπισθεν και όχι στην πρώτη γραμμή των εκκλησιαστικών γεγονότων.
«Είναι λυπηρό, η θρησκεία που ξεκίνησε με μια μητέρα και το υπέροχο παιδί της να δείχνει ακόμα τόση δυσκολία στο να τιμήσει τη συμβολή των γυναικών της» καταλήγει η Κέιτ Κούπερ.