Μισός Έλληνας και μισός Αβορίγινας είναι ο πρώτος Επίτροπος για τα Παιδιά και τους Νέους Αυτόχθονες της πολιτείας της Βικτόριας. Είναι ο Άντριου Τζιάκομος, γιος του ομογενή Αλεξ Τζιάκομου, του πρώτου λευκού που αποδέχθηκαν οι ιθαγενείς ως «ηγέτη» τους. Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, ο Άντριου Τζιάκομος επί 14 χρόνια ήταν ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου Παιδείας, υπεύθυνος για ριζικές μεταρρυθμίσεις που έχουν λάβει χώρα αναφορικά με το νομικό σύστημα και τις δίκες των αυτόχθονων, καθώς επίσης και για επίσημες συμφωνίες μεταξύ της πολιτείας και των αυτόχθονων της Βικτόριας.
Ο ίδιος τονίζει, ότι η νέα του θέση, του παρέχει περισσότερη ελευθερία για απαραίτητες αλλαγές: «Επί 14 χρόνια, περίμενα αυτήν τη στιγμή. Όλη αυτή η πείρα που απέκτησα μπορεί τώρα να ανοίξει δρόμους σε μεταρρυθμίσεις και προγράμματα, απαραίτητα και αναγκαία όσο ποτέ. Τα τελευταία 10 χρόνια ο αριθμός των παιδιών των Αβοριγίνων που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, έχει αυξηθεί κατά 80%. Τα προβλήματα, κοινωνικά, οικονομικά, εκπαιδευτικά στις κοινωνίες των αυτόχθονων είναι σχεδόν τα ίδια σ' όλη την Αυστραλία. Δεν χρειάζεται παρά να δει κανείς το όριο ζωής και τον αριθμό των έγκλειστων ώστε να πάρει μια ιδέα για τη σοβαρότητα της κατάστασης» τονίζει ο Άντριου Τζιάκομος και υπογραμμίζει ότι «το υπουργείο Παιδείας απαιτείται να δει λίγο παρά έξω και να αντιμετωπίσει τις πραγματικές και ιδιαίτερες ανάγκες των παιδιών των αυτόχθονων. Ό,τι κάνουν τώρα δεν αποδίδει, επομένως πρέπει να βρουν άλλους τρόπους. Για παράδειγμα, να διδάξουν την ιστορία των αυτόχθονων στα σχολεία και όχι μόνο να διδάσκουν πώς ο κάπταιν Κουκ έφθασε στην Αυστραλία».
«Ο ρατσισμός των λευκών» αναφέρει, «εξακολουθεί να είναι ένα μεγάλο πρόβλημα στην Αυστραλία που δυστυχώς έχει επιπτώσεις σε όλους που τυχαίνει να έχουν διαφορετικό χρώμα».
Πάντως, ο Άντριου Τζιάκομος επισημαίνει: «Η δουλειά μου είναι να φροντίσω ώστε η κυβέρνηση να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της και τις υποσχέσεις της για αλλαγή. Καθήκον μου να επιτηρώ και να ελέγχω όλους εκείνους που έρχονται σ' επαφή με τα ευάλωτα παιδιά των αυτόχθονων».
Ο πατέρας του, ο Άλεκ Τζιάκομος, που τώρα δεν είναι πλέον στη ζωή, Καστελλορίζιος στην καταγωγή, αφιέρωσε τη ζωή του για να ακουστεί η φωνή των αυτόχθονων, αφότου γνώρισε και παντρεύτηκε το 1951, σε ηλικία 25 χρόνων τη δυναμική Μερλ, από τη φυλή Yorta Yorta.
Οι δεσμοί του, ωστόσο, με τους Koori (άλλη φυλή των Αβοριγίνων) είχαν αρχίσει πολύ πιο νωρίς. Συγκεκριμένα, όταν, στην παιδική του ηλικία, έπαιζε στους δρόμους του Carlton, όπου οι γονείς του είχαν ψαράδικο, με τα παιδιά των Koοri που ζούσαν αυτή την εποχή στο γειτονικό Fitzroy.
Ακτιβιστής, με ελάχιστη μόρφωση, μπήκε θαρραλέα στην αρένα όπου παιζόταν το μέλλον των αυτόχθονων, «μαθητής» στην αρχή του Banjo Clarke του γέροντα, γνωστού ως «Σοφού Άντρα», και του Sir Doug Nicholls, που αγωνίστηκε όσο κανείς άλλος για τα ανθρώπινα δικαιώματα των αυτόχθονων.
Μαζί του, ο Άλεκ Τζιάκομος θα πάρει μέρος στην καμπάνια για το δημοψήφισμα το 1967 με στόχο την αναγνώριση του δικαιώματος των αυτόχθονων να θεωρούνται πολίτες της Αυστραλίας και να καταγράφονται όταν γίνεται απογραφή του πληθυσμού.
Στον «Νέο Κόσμο» είχε δηλώσει ο ίδιος: «Είμαι Έλληνας και δεμένος αναπόσπαστα με τους αυτόχθονες. Τι με κάνει αυτό; Ζω σε δύο υπέροχους κόσμους, τον ελληνικό, και τον πραγματικά αυστραλιανό, αυτόν των πραγματικών ιδιοκτητών αυτής της γης».
«Έφυγε» το 1999, με χιλιάδες να έχουν πλημμυρίσει το δημαρχείο Northcote Town Hall και όλους τους γύρω δρόμους για το τελευταίο «αντίο».
Ο ίδιος τονίζει, ότι η νέα του θέση, του παρέχει περισσότερη ελευθερία για απαραίτητες αλλαγές: «Επί 14 χρόνια, περίμενα αυτήν τη στιγμή. Όλη αυτή η πείρα που απέκτησα μπορεί τώρα να ανοίξει δρόμους σε μεταρρυθμίσεις και προγράμματα, απαραίτητα και αναγκαία όσο ποτέ. Τα τελευταία 10 χρόνια ο αριθμός των παιδιών των Αβοριγίνων που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, έχει αυξηθεί κατά 80%. Τα προβλήματα, κοινωνικά, οικονομικά, εκπαιδευτικά στις κοινωνίες των αυτόχθονων είναι σχεδόν τα ίδια σ' όλη την Αυστραλία. Δεν χρειάζεται παρά να δει κανείς το όριο ζωής και τον αριθμό των έγκλειστων ώστε να πάρει μια ιδέα για τη σοβαρότητα της κατάστασης» τονίζει ο Άντριου Τζιάκομος και υπογραμμίζει ότι «το υπουργείο Παιδείας απαιτείται να δει λίγο παρά έξω και να αντιμετωπίσει τις πραγματικές και ιδιαίτερες ανάγκες των παιδιών των αυτόχθονων. Ό,τι κάνουν τώρα δεν αποδίδει, επομένως πρέπει να βρουν άλλους τρόπους. Για παράδειγμα, να διδάξουν την ιστορία των αυτόχθονων στα σχολεία και όχι μόνο να διδάσκουν πώς ο κάπταιν Κουκ έφθασε στην Αυστραλία».
«Ο ρατσισμός των λευκών» αναφέρει, «εξακολουθεί να είναι ένα μεγάλο πρόβλημα στην Αυστραλία που δυστυχώς έχει επιπτώσεις σε όλους που τυχαίνει να έχουν διαφορετικό χρώμα».
Πάντως, ο Άντριου Τζιάκομος επισημαίνει: «Η δουλειά μου είναι να φροντίσω ώστε η κυβέρνηση να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της και τις υποσχέσεις της για αλλαγή. Καθήκον μου να επιτηρώ και να ελέγχω όλους εκείνους που έρχονται σ' επαφή με τα ευάλωτα παιδιά των αυτόχθονων».
Ο πατέρας του, ο Άλεκ Τζιάκομος, που τώρα δεν είναι πλέον στη ζωή, Καστελλορίζιος στην καταγωγή, αφιέρωσε τη ζωή του για να ακουστεί η φωνή των αυτόχθονων, αφότου γνώρισε και παντρεύτηκε το 1951, σε ηλικία 25 χρόνων τη δυναμική Μερλ, από τη φυλή Yorta Yorta.
Οι δεσμοί του, ωστόσο, με τους Koori (άλλη φυλή των Αβοριγίνων) είχαν αρχίσει πολύ πιο νωρίς. Συγκεκριμένα, όταν, στην παιδική του ηλικία, έπαιζε στους δρόμους του Carlton, όπου οι γονείς του είχαν ψαράδικο, με τα παιδιά των Koοri που ζούσαν αυτή την εποχή στο γειτονικό Fitzroy.
Ακτιβιστής, με ελάχιστη μόρφωση, μπήκε θαρραλέα στην αρένα όπου παιζόταν το μέλλον των αυτόχθονων, «μαθητής» στην αρχή του Banjo Clarke του γέροντα, γνωστού ως «Σοφού Άντρα», και του Sir Doug Nicholls, που αγωνίστηκε όσο κανείς άλλος για τα ανθρώπινα δικαιώματα των αυτόχθονων.
Μαζί του, ο Άλεκ Τζιάκομος θα πάρει μέρος στην καμπάνια για το δημοψήφισμα το 1967 με στόχο την αναγνώριση του δικαιώματος των αυτόχθονων να θεωρούνται πολίτες της Αυστραλίας και να καταγράφονται όταν γίνεται απογραφή του πληθυσμού.
Στον «Νέο Κόσμο» είχε δηλώσει ο ίδιος: «Είμαι Έλληνας και δεμένος αναπόσπαστα με τους αυτόχθονες. Τι με κάνει αυτό; Ζω σε δύο υπέροχους κόσμους, τον ελληνικό, και τον πραγματικά αυστραλιανό, αυτόν των πραγματικών ιδιοκτητών αυτής της γης».
«Έφυγε» το 1999, με χιλιάδες να έχουν πλημμυρίσει το δημαρχείο Northcote Town Hall και όλους τους γύρω δρόμους για το τελευταίο «αντίο».